Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012




















Κάθε που  βραδιάζει νοσταλγείς την αυγή. Και το ξημέρωμα αναπολείς τη νύχτα που πέρασε.
Ενθουσιάζεσαι στην εκδοχή του ανέγγιχτου και βρίσκεις τον εαυτό σου στ’ όνειρο.
Καταστρώνεις εκστρατείες ολόκληρες και ζεις στην έκσταση που σου προσφέρει το κυνήγι της αφής.
Είναι στιγμές που πλησιάζεις. Σχεδόν τείνεις να τερματίσεις. Και τότε νιώθεις την καρδιά σου να χτυπά δυνατά. Το μυαλό σου να πλημμυρίζει με την ίδια εικόνα. Την ύπαρξή σου ολόκληρη να έλκεται από ένα σκοπό.
Τα βήματα τώρα πιο γρήγορα. Οι παλμοί πιο δυνατοί. Οι σκέψεις μιλάνε σ’ ενικό. Οι αισθήσεις απαντούν σε υπερθετικό.
Ξαφνικά νιώθεις να πλησιάζεις πιο κοντά. Μια ανάσα σε χωρίζει απ’ την κατάκτηση. Η λογική σου ντύνεται το λυρικό της πέπλο και σκαρφαλώνοντας ψηλά καμαρώνει τη διακριτική σκιά της απ’ τον εξώστη του μυαλού σου.
Η προσμονή της εκπλήρωσης αρχίζει να γίνεται απρόσμενη απειλή.
Κι εσύ χάνεις το δρόμο.
Γιατί το «θέλω» να γίνεται «αμφιβάλλω»;
Γιατί το «θα» να επιστρέφει στο «αν»;
Γιατί το «σίγουρα» να νικιέται απ’ το «μήπως»;
Ένας αέρας απορίας και λίγη σκόνη αμφιβολίας σκορπίζονται στο μέχρι τώρα λευκό σου τοπίο.
Και τότε μικραίνεις τον διασκελισμό. Και το τρέξιμο γίνεται περπάτημα.
Και το περπάτημα βήμα αργό.
Και το βήμα λαχάνιασμα.
Και το λαχάνιασμα πνοή.
Και η πνοή αναστεναγμός.
Κι ο αναστεναγμός ανάσα σταθερή, ήρεμη, που σε γυρνάει πίσω στην αφετηρία.
Για να γευτεις την άπνοια. Να χαιρετίσεις τη σιωπή. Να υποκλιθείς στην τελεία σου, δίνοντας γι άλλη μια φορά πίστωση χρόνου στη νιοστή αρχή σου.
Με κιμωλία χαράσσεις τα χωρικά σου ύδατα. Λευκές ευθείες οι  κινητήριες ορμές σου.
Κάνει λίγο φόβο απόψε και δε σ’ αφήνει να κοιμηθείς...Το στρώμα της συνείδησής είναι σκληρό. Και η αγκαλιά του ανικανοποίητου σε περιμένει για να σε νανουρίσει και πάλι με το ίδιο παραμύθι...
Αυτό που ηδονικά κυνηγάς βρίσκεται πίσω απ’ αυτό που δεν μπορείς να πιάσεις. Κι εκείνο που μπορείς ν’ ακουμπήσεις παρελαύνει ασθενικά μπροστά στα μάτια σου. Μα εσύ δεν δίνεις σημασία.
Ίσως γιατί το «ποτέ» κρύβει μεγαλύτερο μυστήριο απ’ το «κάποτε».
 Ίσως πάλι γιατι σ’ έμαθαν πως  η μελωδία της ικανοποίησης ακούγεται πιο ηχηρα μέσα από καλά μονωμένες αισθήσεις.
Κι εσύ να ταξιδεύεις διαρκώς. Περνώντας μέσα από λεωφόρους συνειρμών. Διασχίζοντας τούνελ ατελείωτων παρενθέσεων. Σταθμεύοντας σε στίξεις που αποφεύγουν τις τελείες. Μαζεύοντας ερωτηματικά για να έχει λόγο ύπαρξης η επόμενη διαδρομή στο χάρτη σου και βάζοντας αποσιωπητικά για κάθε θαυμαστικό που κοσμεί τα τέρματά σου.
Κι αφού  κατάφερες ν’ αποχωρίζεσαι τόσο θελκτικά τη γοητεία που κρύβουν όλα όσα θέλησες να κρατήσεις για πάντα, γιατί τώρα δεν τολμάς να διεκδικήσεις πίσω όλα όσα φοβάσαι;


Τετάρτη 23 Μαΐου 2012



















Και πέφτει η νύχτα.. Έχεις ήδη κουραστεί. Αγκαλιάζεις στοργικά το βάρος σου και το ξαπλώνεις σε στρώμα μαλακό. Το τυλίγεις σε σεντόνια που μοσχοβολάνε ασφάλεια. Φιλάς τη συνείδηση στο μέτωπο, της κλείνεις τα μάτια και τη νανουρίζεις σκορπώντας λίγη πούδρα θαλπωρής.. Πατάς στις μύτες μην τυχόν και ξυπνήσουν οι φόβοι σου. Κλείνεις σιγά-σιγά την πορτα πίσω σου, αφήνοντας πάντα μια μικρή χαραμάδα ανοιχτή για να χουν αφορμή φυγής οι σκέψεις..

Ο ήχος της σιγής εκκωφαντικός. Να σου επιβεβαιώνει πως χωράει πάντα τόση κι άλλη τόση σιωπή στη νύχτα. Με νωχελική τρυφερότητα ακουμπάς απαλά τον ήλιο που δύει στο μαξιλάρι σου. Καλωσορίζοντας με το ίδιο πλατύ χαμόγελο την αυγή που φωτίζει το όνειρό σου.

Όχι. Δεν είναι πως θες να μείνεις εκεί για πάντα. Όμως αυτό το πολύχρωμο κουτάκι στο δεξί συρταράκι του μυαλού σου θυμίζει κάτι από κειμήλιο ψυχής. Το ανοίγεις δειλά. Πάντα με την ίδια προσμονή. Χώνεσαι γρήγορα μέσα να μη σε δεί κανείς και βουτάς στο κενό περιμένοντας καπου να φτάσεις...

Και φτάνεις.. Και το βλέπεις να σε περιμένει εκεί. Κόκκινο βαθύ. Γυαλιστερό. Εντυπωσιακό και γρήγορο. Φιλόξενο και ασφαλές. Έτοιμο να ταξιδέψει παντού το ακριβό σου αμάξι.

Μα εσύ το κρατάς χρόνια εκεί μέσα περιμένοντας να καλοκαιρέψει.
Κάθε βράδυ το γυαλίζεις. Του βάζεις βενζίνη. Στο τέλος μπαίνεις μέσα. Ανοίγεις τη μηχανή. Βάζεις τα χέρια στο τιμόνι. Το πόδι βυθίζεται στο γκάζι όλο και πιο βαθιά μέχρι να πιάσει ζενίθ. Και κάνεις ταξίδια. Περνάς από λεωφόρους ατελείωτες. Κι όταν βαρεθείς την ευθεία ριψοκινδυνεύεις στις στροφές του πιο ψηλού βουνού. Διασχίζεις ερήμους και όταν διψάσει η όραση καταφεύγεις σε δάση με ποτάμια και δέντρα πανύψηλα και φιλοξενείσαι μαζί με τον ήλιο στη σκιά τους.

Και γνωρίζεις. Και γνωρίζεσαι.

Γελάς.Ερωτεύεσαι.Κλαις.Αγαπάς.Μισείς.Θυμάσαι.Επαναλαμβάνεσαι. Μοιράζεσαι. Αγωνιάς. Προσμένεις.

Παραπατάς.Σηκώνεσαι.Παραπατάς.Πεφτεις. Ξανασηκώνεσαι..

Απογοητεύεσαι.Αμφισβητείς Ελπίζεις. Ξεχνάς. Διεκδικείς. Χανεις. Προσπαθείς. Κερδίζεις. Ξεγελιέσαι. Εξαπατάς. Μετανιώνεις.

Παραπατάς.Σηκώνεσαι.Παραπατάς.Πεφτεις. Ξανασηκώνεσαι..

Μα χρόνια τώρα η ίδια ιστορία και όταν έρχεται η ώρα να γυρίσεις ρωτάς με απορία τους περαστικούς: «από πού;;» Για να απαντήσεις τελικά μόνος σου πως με ασφαλισμένο το χειρόφρενο και νεκρά δεν πας πουθενά...

Με επιτάχυνση θάρρους στην αφετηρία και λυμένα χαλινάρια, το «παρέμεινα» φωνάζει «φεύγω» την ίδια ώρα που το «επέστρεψα» χλευάζει το «δεν έφυγα ποτέ»..


  

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012



















Φοβούμενος μην τερματίσεις, πήρες φόρα μα δεν ξεκίνησες.

Φοβούμενος μην απογοητευθείς λυπήθηκες μα δε δάκρυσες.

Φοβούμενος μην αποτύχεις, προσπάθησες μα δεν έκανες.

Φοβούμενος μην αγαπηθείς, έδωσες μα δεν πήρες.

Φοβούμενος μη μετανιώσεις, προχώρησες μα δεν τόλμησες.

 Φοβούμενος μην τυφλωθείς κοίταξες μα δεν είδες.

Φοβούμενος μην πικραθείς, δοκίμασες μα δεν γεύτηκες.

Φοβούμενος μην ματώσεις, ακούμπησες μα δεν άγγιξες.

Φοβούμενος μην φωνάξεις, μίλησες μα δεν είπες.

Φοβούμενος μην παρασυρθείς αφέθηκες μα δεν πήγες.

Φοβούμενος μην πονέσεις, σκόνταψες μα δεν έπεσες.

Φοβούμενος μην ασθμάνεις, σνίφαρες μα δεν ανέπνευσες.
 
Φοβούμενος μην απομονωθείς, ανέχτηκες μα δεν επέλεξες.

Φοβούμενος μη χάσεις, έπαιξες μα δε ρίσκαρες.

Φοβούμενος μη μείνεις για πάντα, απέδρασες μα δεν έφυγες ποτέ.

Φοβούμενος μη σε μάθουν, συστήθηκες μα δεν γνώρισες.

Φοβούμενος μη σε καταλάβουν, βρήκες μα δεν ανακάλυψες.

Φοβούμενος μη σε πιστέψουν, πίστεψες μα δεν πείστηκες.

Φοβούμενος μη σε χάσεις, έψαξες μα δε βρέθηκες ποτέ...

Δευτέρα 30 Απριλίου 2012


 http://www.youtube.com/watch?v=upkYQqbrjSc&feature=share

Προκυμαία. Ημικρανία στο πρώτο κοίταγμα από ψηλά.
Ναυτία στη συνειδητοποίηση του « μέσα».
Η θάλασσα 8 μποφόρ. Η ψυχή 18.. Ζαλίζεσαι.
Ο αέρας..
Το οξυγόνο..
Θολώνει η σκέψη…
Για μια στιγμή κλείνεις τα μάτια και πετάς. Φεύγεις. Τα πόδια τείνουν να γίνουν φτερά. Για λίγο χάνεις την ισορροπία.  Τεντώνεις νευρικά το χέρι να κρατηθείς στην κουπαστή κι ανοίγεις τα μάτια.
Το λιμενικό του μυαλού σου σε απαγορευτικό απόπλου προς όλες τις κατευθύνσεις. Μα εσύ πρέπει να ταξιεδέψεις κι ας ναυαγήσεις. Χωρίς σωσίβιο. Μακριά από λέμβους σωτηρίας. Κι ας πνιγείς. Κι ας χαθείς στις δίνες που σε παρασύρουν στο βυθό μιας άγνωστης διαδρομής..

Μια πλαστική καρέκλα στριμωγμένη σε μια γωνιά του καταστρώματος. Λιγάκι ξεχαρβαλωμένη. Τη βλέπεις. Γελάς...
Αγνοείς τη σκόνη που έχει πάνω της και κάθεσαι...
« ΕΣΥ Αγνοείς?» Σκέφτεσαι...Ξαναγελάς...

Κοιτάς τη στεριά που απομακρύνεται..
«Διασκέδασε και λίγο τους παλμούς που σου δίνει η αίσθηση της αποκόλλησης...Αφού δικιά σου θα ναι πάλι...»

Ο καφές σου έχει μια γεύση αλμύρας και μια λευκή χαρτοπετσέτα σου χορεύει συμμαχώντας τον με τον αέρα.
Την κηνυγάς. Κάνεις να την πιάσεις. Σου ξεφεύγει. Ξανατρέχεις με την αυτοπεποίθηση που σου δίνει το ανάστημά σου και τότε αποδεικνύεσαι μικρός...
Κουράζεσαι και πας παραπέρα. « Ως εδώ ήταν» Σκέφτεσαι..
Και τότε τη νιώθεις προς το μέρος σου. Σου γαργαλάει παιχνιδιάρικα τον αστράγαλο. Σα να έλκεται από μια δικιά σου πιθανή αδιαφορία...
Σε μια τελευταία απόπειρα προς την επιτυχία σκύβεις. Σχεδόν γονατίζεις. Και την πιάνεις... Τόσο απλά....
Βγάζεις ένα στυλό απ’ την τσάντα και ξεκινάς:
“.....Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα μεγάλο «εγώ» που προσπαθούσε ν’ αναμετρηθεί με τα καράτια του εαυτού του..
....Κι έχτιζε τείχη προστασίας από άχνη αγάπης.....»

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Καμία φορά δεν είναι αρκετή για να αγγίξεις το τέρμα. Και κάθε φορά εκφράζεις το κάτι κρατώντας την ουσία. Αυτή που επιβεβαιώνει πόσο πολύ φοβάσαι να εκτεθείς στα μάτια που σε κοιτάνε, τη στιγμή που μια φωνή μέσα σου κραυγάζει: «επιτέλους μίλα χωρίς να σε νοιάζει το μουσικό αποτέλεσμα  των λέξεων».

Ώρες-ώρες μοιάζει σαν να κουβαλάς μια τσάντα φορτωμένη στον ώμο. Μετά από πολύωρο περπάτημα, φτάνεις στον προορισμό. Την ανοίγεις κι αντί να παραδώσεις όλο το φορτίο, κρατάς λίγο απ’ αυτό για την επιστροφή, νομίζοντας ότι κάτι θα γίνει στην πορεία και θ’ αδειάσεις. Μα τελικά ο πάτος δεν τρυπάει κι εσύ φτάνεις πίσω στην αφετηρία σου μ’ ένα αισθητά εμφανές «κάτι», που όσο ανάλαφρο κι αν φαντάζει, σου επιβάλλει τη συνεχή παρουσία του με την προσήλωση μιας ανάλαφρης μα τόσο ογκώδους επιμονής.

Οι κρυφές αλήθειες το μόνο ψέμα σου. Απόψε όμως κατάφερες να τις ξεγελάσεις. Κι έτσι μπορείς δειπνίζοντας με το θάρρος σου να διακοσμήσεις την τούρτα σου μ’ ένα ζουμερό κατακόκκινο κερασάκι που δήθεν τυχαία αμέλησες να βγάλεις απ’ την παλάμη. Δεν τα πες όλα. Ξέχασες μόνο ένα «εσύ» που λατρεύεις κι ένα «εμείς» που δεν κατάφερες ποτέ να προφέρεις. Έτσι για να μη νιώθεις άλλο το «εγώ» να αιωρείται σε ανεκπλήρωτες παραδοχές.

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012


Λες ότι μπορείς να αναμετρηθείς με τους φόβους που πνίγεις στα μπουκάλια της λήθης σου. Αυτής που γεννιέται κάθε βράδυ στον ασφυκτικό ουρανό του μυαλού σου και πεθαίνει κάθε που το φως σου τάζει αλήθειες που αρνείσαι ν’ αγγίξεις.

Βλέπεις, Από τότε που αποφάσισες να ντύσεις με σκοτάδι τη μέρα σου, κάθε σου νύχτα φωτίζεται στις πτυχές του μαξιλιαριού που νανουρίζουν ψιθυριστά αυτό που αποφάσισες να ονομάσεις «ανώδυνο»..

Σε θυμάμαι πάντα να λες καλημέρα στη δύση, καλωσορίζοντας με υστερική ευγένεια την αναμονή μιας αγέννητης ανατολής..

Αύριο όμως δεν θα φοβηθείς τη θάλασσα. Θα ξυπνήσεις και με αργά, διστακτικά βήματα θα περπατήσεις. θα ευχηθείς να μη φτάσεις ποτέ στη ρωγμή της άμμου. Εκεί που το χρυσό μεταμορφώνεται σε γαλάζιο. Εκεί που ο βυθός χάνει για πάντα το ναδίρ, επιτρέποντας στον  πάτο να φλερτάρει  με την επιφάνεια.

Και τότε τα βήματά σου θ’ αρχίσουν να γίνονται αργά. Βαριά. Φοβισμένα. Σα να θέλουν να εκβιάσουν τον χρόνο που θα σε φέρει αντιμέτωπο με την υπόσχεσή σου.

Αυτό που συνήθισες να είσαι, επιστήθιος  γητευτής αυτού που με τη βία έμαθες να πιστεύεις πως δεν θα γίνεις ποτέ. Κι αυτό που θες να λέγεσαι, συμπλεγματικό κουβάρι πολύτιμης σκόνης με την οποία χρόνια τώρα αρωματίζεις τα συρτάρια της αυτιστικής σου αυτογνωσίας..

...Και λίγο πριν την ανάσα της μεγάλης κατάδυσης, να ψάχνεις πάλι για ναυαγοσώστες...

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011


http://www.youtube.com/watch?v=V-SKLOaTUlU&list=PLCD22D0B6715D23DD&index=17&feature=plpp_video

Έχω μια ομπρέλα. Μεγάλη. Πολύχρωμη. Που την έφτιαξα μόνη μου. Έτσι για να χει λόγο να παινεύεται το εγωκεντρικό «εγώ» μου. Τη στριμώχνω πάντα πίσω απ’ το δεξί φύλλο της ντουλάπας. Να κρύβεται μές στα παλτό και τα φουστάνια.
Ποτέ στο αριστερό. Για να μην χάνω τον έλεγχο....
Ποτέ μπροστά απ’ τα παλστό. Για να χω πάντα τη ρίγη της «δήθεν» αγωνίας πως ίσως να μην τη βρώ ποτέ...
Και τελευταία στιγμή ν’ απολαμβάνω το ανακουφιστικό ναδίρ που προσφέρει η ασφάλεια της κατοχής. Η όψη του «ανήκειν».

Κάθε πρωί που ξυπνάω, τραβάω με αγωνία τις κουρτίνες και κοιτάζω τον ουρανό. Είναι μέρες που περιμένω να βρέξει για να την ανοίξω και να βγώ στο δρόμο. Μα κάθε μέρα έχει ήλιο. Κι έτσι απογοητεύομαι. Μα ποτέ δεν το βάζω κάτω. Ντύνομαι, αρπάζω την ομπρέλα και πετάγομαι έξω. Πατάω εκείνο το μαγικό κουμπάκι που τη μεταμορφώνει από αναπηρικό δεκανίκι σε υπερπροστατευτική σκεπή. Και κλείνω τα μάτια. Κάνω τον ήλιο σύννεφο, το γαλάζιο γκρί και τη ζέστη βροχή. Κι έτσι περπατάω, αφήνοντας έναν αμφιθυμικό Απρίλιο να εκπέμπει σε ρυθμούς Δεκεμβρίου.

Μα μοιάζει να μη με νοιάζει που η ζωή μου χοροπηδά σαν σε σκιά  κύκλικής διαμέτρου. Ολα ηχούν προβλέψιμα. Όλα μυρίζουν οικεία.
Τα βήματα......,σταθερά, διακριτικά, με τον φοβικό διασκελισμό να φλερτάρει το άλμα.
Το βλέμμα.....,δυο μάτια να μιλάνε κι ένα στόμα να παρατηρεί τις σκέψεις του μυαλού.
Φωνή;………, Ποιά φωνή; Το ουρλιαχτό του «μέσα»; Ή μήπως τον ψίθυρο του «έξω»;

Νομίζω πως κουράστηκα να κρατάω συνέχεια την ίδια ομπρέλα. Πόνεσε το χέρι μου. Μα το χειροτερο είναι πως λαχάνιασα ν’ «ασελγώ» στο μυαλό μου κάθε φορά που μια ακτίνα ήλιου μπλέκεται προκλητικά στις αιχμές  της τάχα απεριόριστης μα τόσο καλά περιχαρακωμένης ευελιξίας μου.
«Να μην ξεχάσω να πάρω ομπρέλα, γιατί αν βραχώ;
 Να μην ξεχάσω να πάρω παλτό, γιατί αν κρυώσω;
 Να μην ξεχάσω να γυρίσω το κεφάλι, γιατι αν δώ;
 Να μην ξεχάσω ν’ αγγίξω με τοπική αναισθησία, γιατι αν νιώσω;
 Να μην ξεχάσω να κλειδώσω τρείς φορές:Την πόρτα, τ’ αμάξι, εμένα,
 γιατί αν μπεί κανείς;
Ίσως να μη ξέρω αν θα έχω αλλεργία στις ληστείες. Ίσως και κάπου βαθιά μέσα μου  να τις μπερδέψω με χάδι..»

Κι έτσι μια τυχαία μέρα θα ξυπνήσω. Θ’ ανοίξω  το παράθυρο και θα κοίταξω τον ουρανό. «Επιτέλους βροχή» θα μου ψιθυρίσει απαλά στ’ αυτί η παλιά μου ανάσα. Μα εγώ θα κλείσω τ’ αυτιά. Θα βάλω γυαλιά ηλίου κι εκείνο το μεγάλο ψάθινο καπέλο που αγόρασα στις διακοπές και θα βγώ  στο δρόμο.  Και θα γελάω που το άσπρο μακό μπλουζάκι μου θα έχει μια μικρούλα τρύπα κάτω απ’ τη μασχάλη. Και δε θα με νοιάζει που περπατώντας ατσούμπαλα θα   σκοντάφτω σε δρόμους με πέντε διαδρομές.
Αφού θα ξέρω.....
Πως όπου και να πάω θα ναι ήλιος.
..................................................
Κι ας άργησα να βγάλω το δεξί πόδι απ’ τ’ αριστερό παπούτσι.
.............................................
Αφού θα ξέρω........
Πως όπου και να πάω θα ναι φώς...